Από τον Αρη Νόμπελη
Αν και είμαι γέννημα-θρέμμα Χαλανδραίος, με τον πατέρα μου να έχει κι αυτός έρθει μωρό παιδί στον (αρχαίο) Δήμο Φλύας, εν τούτοις, μέχρι την ηλικία των 33 ετών, οπότε και παντρεύτηκα, δεν κυκλοφορούσα στα… κλασικά χαλανδραίικα στέκια (πεζόδρομοι Χαϊμαντά και Πλάτωνος, πλατεία Ελευθερωτών, πλατεία Δούρου κ.λπ.). Μία από τις αιτίες ήταν η εισαγωγή μου στην Πρότυπη-τότε-Σχολή Αναβρύτων, εν έτει 1981 (ήμασταν η τελευταία φουρνιά που μπήκε με εξετάσεις, τις οποίες την επόμενη χρονιά αντικατέστησε η κλήρωση).
Στα ειδυλλιακά-από φυσική ομορφιά-Ανάβρυτα αλλά τόσο αυστηρά και με σκληρούς κανόνες για την ευαίσθητη δική μου ιδιοσυγκρασία γνώρισα τον Γιάννη Μ. και γίναμε αδερφικοί φίλοι, αφού προηγουμένως στήσαμε έναν… τρικούβερτο καυγά (για το πραγματικά αστείο επίθετό του).
Ο Γιάννης έμενε στην Αγ. Παρασκευή και ήταν ο μικρότερος τετραμελούς οικογενείας, η οποία περιλάμβανε κι ένα ακόμη αγόρι, τον Γιώργο. Οι γονείς του καλού μου φίλου, άνθρωποι καταγόμενοι από τον τωρινό Δήμο Ερινεού Αχαϊας, ήταν απλοί μα συνάμα υπερβολικά φιλόδοξοι. Ενα περίεργο κράμα που έδειχνε να συνταιριάζει τον προβληματισμό για μια ταπεινή καταγωγή με το… ελληνικό όνειρο που πρόσταζε ότι έπρεπε να τηρούν διακριτές αποστάσεις από τις συνήθειες των συγχωριανών τους και να συμμετέχουν-αναγκαστικά- μαζί τους μονάχα στις θρησκευτικές τελετές του χριστιανισμού.
Παρ’ όλες τις παραξενιές τους και τη διαφορά ηλικίας τα πρόσωπα αυτά μου ήταν τόσο συμπαθητικά, που θα γράψω ψέματα αν υποστηρίξω ότι πήγαινα να δω τον αγαπημένο μου φίλο και τυχαία πετύχαινα και τους γονείς του εκεί. Ομως η κατανόηση και η συμπάθεια ήταν πάντοτε αμοιβαία. Ανέκαθεν με χαρακτήριζε ένα ανατρεπτικό χιούμορ που όχι μόνο άγγιζε αλλά έμοιαζε σαν βάλσαμο στα ψυχοφθόρα άγχη και τις ανυπόφορες αγωνίες των ανθρώπων αυτών. Ετσι, η παρουσία μου στο δροσερό μπαλκόνι τους στην οδό Κουμουνδούρου της Αγ. Παρασκευής λειτουργούσε ευεργετικά στις βασανισμένες ψυχές τους. Οταν ξεκινούσα τις ξεκαρδιστικές ιστορίες, τις πετυχημένες μιμήσεις και τα παραστατικά ανέκδοτα οι γονείς του Γιάννη καθηλώνονταν στις φερ-φορζέ καρέκλες τους και παρακολουθούσαν με ευλάβεια, μέχρι να λυθούν σε ένα ανεπιτήδευτο και ακράτητο γέλιο στο τέλος κάθε διήγησης. Το να μην φωνάξω τον πατέρα της οικογένειας την ώρα της ατελείωτης πλάκας αποτελούσε αιτία παρεξηγήσεως.
Κάποιο ζεστό, καλοκαιρινό βραδάκι ήρθε η σειρά μου να ξεσπάσω σε ένα τρανταχτό γέλιο μέχρι δακρύων από ένα σχόλιο του Γιάννη, ο οποίος είχε υπερανεπτυγμένη την αίσθηση του χιούμορ.
Ο αδελφός του ο Γιώργος περπατούσε στο πεζοδρόμιο έξω ακριβώς από το σπίτι δευτερόλεπτα πριν τα θορυβώδη χαχανητά μας ξεσηκώσουν τη-συνηθισμένη σ’ αυτά-γειτονιά στο πόδι. Στο απέναντι πεζοδρόμιο μια γνώριμη φιγούρα έκανε την εμφάνισή της. Οπως μας διηγήθηκε αργότερα ο μεγαλύτερος γιος της οικογένειας, επρόκειτο για τον (αγιοπαρασκευιώτη) Θανάση Βέγγο, ο οποίος ακούγοντας το δυνατό μου γέλιο, έστρεψε το κεφάλι του προς το μπαλκόνι και γέλασε κι αυτός επιδοκιμαστικά με τον τρόπο που έλεγε το: «Καλοί μου άνθρωποι»!!!
Από τότε πέρασαν σχεδόν 20 χρόνια… Μεσολάβησαν πίκρες, χαρές, απογοητεύσεις, απερίγραπτα ξεφαντώματα και βαθιές μελαγχολίες. Οι γονείς του καλύτερού μου φίλου, ο Αντώνης και η Κούλα, άφησαν τον μάταιο τούτο κόσμο μέσα σ’ ένα εξάμηνο, μην αντέχοντας προφανώς η μία την απουσία του άλλου.
Με του Θεού το θέλημα δεν θα τους ξεχάσω ποτέ. Οπως και τη φευγαλέα έστω στιγμή που αντιστράφηκαν οι ρόλοι και χάρισα το γέλιο στον πιο χαρισματικό κωμικό της γενιάς του…
Ευχαριστώ προκαταβολικά,
Αρης Νόμπελης, δημοτικός σύμβουλος Χαλανδρίου
Αν και είμαι γέννημα-θρέμμα Χαλανδραίος, με τον πατέρα μου να έχει κι αυτός έρθει μωρό παιδί στον (αρχαίο) Δήμο Φλύας, εν τούτοις, μέχρι την ηλικία των 33 ετών, οπότε και παντρεύτηκα, δεν κυκλοφορούσα στα… κλασικά χαλανδραίικα στέκια (πεζόδρομοι Χαϊμαντά και Πλάτωνος, πλατεία Ελευθερωτών, πλατεία Δούρου κ.λπ.). Μία από τις αιτίες ήταν η εισαγωγή μου στην Πρότυπη-τότε-Σχολή Αναβρύτων, εν έτει 1981 (ήμασταν η τελευταία φουρνιά που μπήκε με εξετάσεις, τις οποίες την επόμενη χρονιά αντικατέστησε η κλήρωση).
Στα ειδυλλιακά-από φυσική ομορφιά-Ανάβρυτα αλλά τόσο αυστηρά και με σκληρούς κανόνες για την ευαίσθητη δική μου ιδιοσυγκρασία γνώρισα τον Γιάννη Μ. και γίναμε αδερφικοί φίλοι, αφού προηγουμένως στήσαμε έναν… τρικούβερτο καυγά (για το πραγματικά αστείο επίθετό του).
Ο Γιάννης έμενε στην Αγ. Παρασκευή και ήταν ο μικρότερος τετραμελούς οικογενείας, η οποία περιλάμβανε κι ένα ακόμη αγόρι, τον Γιώργο. Οι γονείς του καλού μου φίλου, άνθρωποι καταγόμενοι από τον τωρινό Δήμο Ερινεού Αχαϊας, ήταν απλοί μα συνάμα υπερβολικά φιλόδοξοι. Ενα περίεργο κράμα που έδειχνε να συνταιριάζει τον προβληματισμό για μια ταπεινή καταγωγή με το… ελληνικό όνειρο που πρόσταζε ότι έπρεπε να τηρούν διακριτές αποστάσεις από τις συνήθειες των συγχωριανών τους και να συμμετέχουν-αναγκαστικά- μαζί τους μονάχα στις θρησκευτικές τελετές του χριστιανισμού.
Παρ’ όλες τις παραξενιές τους και τη διαφορά ηλικίας τα πρόσωπα αυτά μου ήταν τόσο συμπαθητικά, που θα γράψω ψέματα αν υποστηρίξω ότι πήγαινα να δω τον αγαπημένο μου φίλο και τυχαία πετύχαινα και τους γονείς του εκεί. Ομως η κατανόηση και η συμπάθεια ήταν πάντοτε αμοιβαία. Ανέκαθεν με χαρακτήριζε ένα ανατρεπτικό χιούμορ που όχι μόνο άγγιζε αλλά έμοιαζε σαν βάλσαμο στα ψυχοφθόρα άγχη και τις ανυπόφορες αγωνίες των ανθρώπων αυτών. Ετσι, η παρουσία μου στο δροσερό μπαλκόνι τους στην οδό Κουμουνδούρου της Αγ. Παρασκευής λειτουργούσε ευεργετικά στις βασανισμένες ψυχές τους. Οταν ξεκινούσα τις ξεκαρδιστικές ιστορίες, τις πετυχημένες μιμήσεις και τα παραστατικά ανέκδοτα οι γονείς του Γιάννη καθηλώνονταν στις φερ-φορζέ καρέκλες τους και παρακολουθούσαν με ευλάβεια, μέχρι να λυθούν σε ένα ανεπιτήδευτο και ακράτητο γέλιο στο τέλος κάθε διήγησης. Το να μην φωνάξω τον πατέρα της οικογένειας την ώρα της ατελείωτης πλάκας αποτελούσε αιτία παρεξηγήσεως.
Κάποιο ζεστό, καλοκαιρινό βραδάκι ήρθε η σειρά μου να ξεσπάσω σε ένα τρανταχτό γέλιο μέχρι δακρύων από ένα σχόλιο του Γιάννη, ο οποίος είχε υπερανεπτυγμένη την αίσθηση του χιούμορ.
Ο αδελφός του ο Γιώργος περπατούσε στο πεζοδρόμιο έξω ακριβώς από το σπίτι δευτερόλεπτα πριν τα θορυβώδη χαχανητά μας ξεσηκώσουν τη-συνηθισμένη σ’ αυτά-γειτονιά στο πόδι. Στο απέναντι πεζοδρόμιο μια γνώριμη φιγούρα έκανε την εμφάνισή της. Οπως μας διηγήθηκε αργότερα ο μεγαλύτερος γιος της οικογένειας, επρόκειτο για τον (αγιοπαρασκευιώτη) Θανάση Βέγγο, ο οποίος ακούγοντας το δυνατό μου γέλιο, έστρεψε το κεφάλι του προς το μπαλκόνι και γέλασε κι αυτός επιδοκιμαστικά με τον τρόπο που έλεγε το: «Καλοί μου άνθρωποι»!!!
Από τότε πέρασαν σχεδόν 20 χρόνια… Μεσολάβησαν πίκρες, χαρές, απογοητεύσεις, απερίγραπτα ξεφαντώματα και βαθιές μελαγχολίες. Οι γονείς του καλύτερού μου φίλου, ο Αντώνης και η Κούλα, άφησαν τον μάταιο τούτο κόσμο μέσα σ’ ένα εξάμηνο, μην αντέχοντας προφανώς η μία την απουσία του άλλου.
Με του Θεού το θέλημα δεν θα τους ξεχάσω ποτέ. Οπως και τη φευγαλέα έστω στιγμή που αντιστράφηκαν οι ρόλοι και χάρισα το γέλιο στον πιο χαρισματικό κωμικό της γενιάς του…
Ευχαριστώ προκαταβολικά,
Αρης Νόμπελης, δημοτικός σύμβουλος Χαλανδρίου
πολυ ζεστο κειμενο ,γραφεται πολυ ωραια μεγαλη απωλεια ενας ανθρωπος παντα ταπεινος κ Ελληνας
ΑπάντησηΔιαγραφήεπιτέλους ένα χαρούμενο κείμενο μακριά απο τα προβλήματα του νησιού μας .Τρομερός ηθοποιός και αυτοδίδακτος καλο ταξίδι Θαναση
ΑπάντησηΔιαγραφή