Αγαπητέ φίλε Πέτρο,
Σε αποκαλώ «φίλο» γιατί αισθάνομαι πως σε γνωρίζω τόσο πολύ καλά. Μπορεί να σε είδα κάποτε μονάχα από απόσταση (ποιος τολμούσε να σου μιλήσει τότε…) αλλά μέσα μου διατηρώ πάντοτε την αληθοφανή αντίληψη πως μαζί περάσαμε σχεδόν μια ζωή. Γιατί εσύ, ως φυσική παρουσία, δεν ήσουν μπροστά, όμως τα καινά ήθη που προσκόμιζες (και «κενά» να το γράψω δεν θα είναι λάθος εννοιολογικά) μου δημιουργούσαν προσκόμματα στην ούτως ή άλλως δύσκολη ζωή μου.
Γιατί εσύ νιώθεις υπερήφανος πως έφερες το lifestyle στην Ψωροκώσταινα και ίσως να έχεις εν μέρει δίκιο, αλλά αυτός ο αποκρουστικός τρόπος ζωής που πρότεινες σε συνδυασμό με την… πατροπαράδοτη ελληνική αναξιοκρατία δημιούργησε απλώς αρκετούς σνομπ αντιπαθητικούς, ισχυροποίησε ορισμένους ανεγκέφαλους, κατέδειξε το χρήματα ως υπέρτατη αλλά
και μοναδική αξία, καθιέρωσε την κενότητα και το δήθεν ως ύψιστο αγαθό και ανάγκασε κάποιους πραγματικά ικανούς να αποσυρθούν μακριά από τα φώτα της ενοχλητικής δημοσιότητας. Χάρη σε σένα, Πέτρο, το παραδοσιακό κουτσομπολιό δεν καταργήθηκε-απλώς μεταλλάχθηκε: Τώρα όλοι ασχολούνται με τα προσωπικά και τα καπρίτσια των επωνύμων, αφήνοντας στην μπάντα τους γείτονες, τους συγγενείς και τους φίλους.
Δεν έχω ζήσει στο εξωτερικό για να ξέρω. Αλλά είμαι σε θέση να φανταστώ τι συμβαίνει εκεί. Πράγματι κουτσομπολίστικα κανάλια, εφημερίδες και περιοδικά αφιερώνουν το σύνολο της ύλης τους καταγράφοντας με την ευαισθησία σεισμογράφου την παραμικρή λεπτομέρεια της προσωπικής ζωής των διασημοτήτων. Αυτό δεν με πειράζει. Είναι η ευχή και η κατάρα τού να σε γνωρίζει ο κόσμος στον δρόμο-την αρνητική δημοσιότητα πληρώνουν σήμερα οι πολιτικοί. Μία πρώην βουλευτής αποκάλυψε πρόσφατα πως φοβόταν στο φανάρι ποιο αυτοκίνητο θα σταματούσε δίπλα της, αν θα την αναγνώριζαν και πώς θα τη «στόλιζαν»!!!
Απ’ όσα γνωρίζω από όλα τα συγγενικά μου πρόσωπα που τυγχάνει να ζουν δεκαετίες στην αλλοδαπή, στις προηγμένες δυτικές χώρες, στη Γαλλία, στην Αγγλία, στον Καναδά, στις ΗΠΑ, στη Ν. Αφρική, celebrities από τον χώρο των επιχειρήσεων, του τραγουδιού, της ηθοποιίας, του αθλητισμού, του εικαστικών τεχνών, της σκηνοθεσίας, του σεναρίου, της πολιτικής, της δημοσιογραφίας, των επιστημών απολαμβάνουν, ζώντας πλουσιοπάροχα και αναγνωρισμένοι, την αξιοποίηση του ξεχωριστού τους ταλέντου και των μοναδικών δεξιοτήτων τους. Ούτε αυτό είναι μεμπτό. Προβληματική είναι η εφαρμογή του μοντέλου αυτού, αγαπητέ Πέτρο, στην άχαρη ελληνική πραγματικότητα. Γιατί στη χώρα μας τις απολαύσεις της όποιας «επωνυμίας» τις χαίρονται ατάλαντοι ηθοποιοί, αυτοαποκαλούμενοι ποιητές, ασήμαντοι σκηνοθέτες, φάλτσοι τραγουδιστές, άμουσοι συνθέτες, άχρηστοι στιχουργοί (νέο σουξέ: «Σφύριξα κι έληξες, κι έληξες, κι έληξες…» και κάπου εκεί… έληξα κι εγώ!!!), αγράμματοι δημοσιογράφοι, ανίκανοι και διεφθαρμένοι πολιτικοί, άσχετοι επιστήμονες, αποτυχημένοι ζωγράφοι και, ασφαλώς, πρώτοι απ’ όλους τα παιδιά των μπαμπάδων τους εφοπλιστών, βιομηχάνων, μεγαλοεκδοτών αλλά και λαθρεμπόρων, μεγαλοαπατεώνων κ.ο.κ.
Λόγω του φίλου μου του Πέτρου γνωρίζουμε-ακόμα και με έκτακτες εκδόσεις-με ακρίβεια πότε χώρισε ο τάδε κ. Τίποτα και η δείνα κυρία Ασχέτου, πότε τα ξαναφτιάξανε και πώς, τέλος πάντων, συνέβησαν όλοι οι πιθανοί συνδυασμοί, σαν το τραγούδι του Λουκιανού Κηλαηδόνη: «Πού βαδίζουμε, κύριοι;» (τα ’φτιαξε ο Μηνάς με την Αννέττα που τα ’χε με τον Δήμο τον τρελό…). Ετσι καταντήσαμε ακόμα και να παραμελούμε τις δικές μας ζωές (που με αυτόν τον τρόπο τις θεωρούμε ταπεινές και ανάξιες αναφοράς), προκειμένου να ασχολούμαστε συνέχεια με τα απόλυτα μηδενικά. Γιατί ίσως ένας αυτοδημιούργητος επιχειρηματίας, ένας καταξιωμένος επιστήμων-ερευνητής ή κάποιος νομπελίστας ποιητής να αξίζει την προσοχή μας, ακόμη κι αν κοιτάμε από την κλειδαρότρυπα-ανθρώπινο ελάττωμα είναι κι αυτό. Αλλά βλέπετε, εσείς, τέτοια πρόσωπα στις λεζάντες των τεράστιων φωτογραφιών από τα λαμπερά πάρτι στις κοσμικές στήλες (δηλαδή όλες των περιοδικών του κ. Πέτρου); Ή μήπως έχετε συνηθίσει να διαβάζετε: «Δεξιά με το μοχίτο στο χέρι παρατηρούμε τρισευτυχισμένο για την καινούργια του Πόρσε τον γιο τού…».
Θα μπορούσα να ανεχτώ κι όλα τα παραπάνω, φίλε Πέτρο, αν δεν επηρέαζες τόσο έντονα την προσωπική μου ζωή κι εκείνη αδελφικών φίλων. Θυμάμαι, τέλη της δεκαετίας του ’80, που έκανες «κλικ» σ’ έναν κολλητό μου φίλο, τον Σπύρο από την Κηφισιά. Προερχόμενος από μεσοαστική οικογένεια αριστερών όμως καταβολών ο Σπύρος ήταν ΠΑΣΟΚ (το παλιό, του Ανδρέα…). Ελα, όμως που το lifestyle δεν επέτρεπε τέτοιου είδους επιλογές σε… Κηφισιώτες. Ετσι, βγαίνοντας μια μέρα βόλτα με τον αγαπημένο μου φίλο στο εμπορικό κέντρο της Κηφισιάς μού είπε με συνωμοτικό τρόπο στ’ αυτί: «Μην σου ξεφύγει τίποτε, εδώ οι υπόλοιποι της παρέας μου νομίζουν πως είμαι ΕΠΕΝ!!!».
Και μην φανταστείτε πως ο Σπύρος ήτανε κανένα χάπατο, ένας μικρόνους χωρίς προσωπικότητα. Και άφθονο μυαλό διέθετε, και μορφωμένο παιδί ήταν και με καλούς τρόπους. Ας όψεται όμως η… άτιμη ομοιόμορφη κοινωνία του φίλου μου του Πέτρου που άλλους τους ανέβαζε (όσους προσαρμόζονταν) και άλλους τους κατέβαζε (όσους παρέμεναν ρομαντικοί).Κι αν ο Σπύρος για να διαθέτει την έξωθεν καλή μαρτυρία έπρεπε να δηλώνει ακροδεξιός στα κηφισιώτικα στέκια, τι να σας περιγράψω για τον εαυτό μου…
Οταν βρέθηκα στις… in Σπέτσες το 1989 έγινα μάρτυρας σε εξαιρετικά ενδιαφέροντα γεγονότα. Ο τότε αγαπημένος μου φίλος Γιάννης Μ. φρόντισε να με μυήσει στον κόσμο των… διασημοτήτων. Κατ’ αρχάς τα ρούχα μου. Στραβομουτσούνιασε ο «φίλος μου» όταν διαπίστωσε ότι φορούσα τζιν μάρκας «Condor». «Τι είναι αυτό με επέπληξε;» Ποια άγνωστη μάρκα είναι τούτη. Από δω και μπρος μόνο 501. Μάλιστα, Γιάννη μου, και 501, και Stan Smith, και Ralf Lauren, και Timperland και κολόνια Calvin Klein και ό,τι θες. Αλλωστε, αν δεν τα φορούσες αυτά πώς θα ξεχώριζες. Βέβαια από τότε δεν μου λύθηκε η απορία: Αφού φοράγαμε όλοι τα ίδια πάλι δεν θα ξεχωρίζαμε, λάθος;
Αλλά εμένα η μοίρα μου μού επιφύλασσε και ακόμα χειρότερα: Να παρακολουθώ ατελείωτες συζητήσεις για κάτι καφέ παπούτσια Timperland και να παρατηρώ έναν δυστυχισμένο ωραιοπαθή να προσπαθεί με τις ώρες να κολλήσει τη σόλα για να μην… χάσκουν τα δάχτυλα. Να βρίσκομαι σε δεμένες παρέες που όλοι επαναλάμβαναν σαν παπαγάλοι αξιομνημόνευτες φράσεις όπως: «Καλή φάση». Να πηγαίνω σε μπαρ κρατώντας με βαριεστημένο ύφος ένα ποτό στο χέρι, χωρίς να ανταλλάσσω κουβέντα με κανέναν και να παρακολουθώ ξιπασμένες κοπέλες να ιδρώνουν πάνω στις μπάρες κοιτώντας με αγωνία γύρω τους αν τις προσέχουν όλοι και αν φαίνεται η κυτταρίτιδα.
Σε εκείνες τις αξέχαστες διακοπές των δυο μαρτυρικών εβδομάδων, πρόλαβα δυο μπάνια να κάνω, αφού με τον Γιάννη μαζί ξεκινήσαμε αλλά τελικά έμενα με έναν άγνωστο στο δωμάτιο αφού ο «φίλος μου» είχε κανονίσει ταυτόχρονα να συγκατοικεί και με τους γονείς του (χωρίς να με ενημερώσει… συνηθισμένα πράγματα για την εποχή του lifestyle). Αλλωστε τι να την κάνεις τη φιλία και τέτοιες… ξεπερασμένες αξίες αφού φορούσες αθλητικά παπούτσια για το τένις Stan Smith; Και τι σημασία είχε που κανένας δεν έπαιζε τένις τότε;
Θα άφηνα, φίλε Πέτρο, ανολοκλήρωτη αυτή την υπέροχη ιστορία αν δεν σου περιέγραφα και τις σχέσεις μου με τα κορίτσια του σιναφιού: με μια λέξη ονειρεμένες!!! Οταν στην πρώτη έξοδο αποπειράθηκα να συζητήσω με κάποιες απ’ αυτές, αποσύρθηκα ακούγοντας την πρώτη δυσοίωνη (για το υπόλοιπο της βραδιάς) ερώτηση: Τι BMW είπαμε ότι έχει ο πατέρας σου; (!) Ο πατέρας μου… Δούλευε μια ζωή αξιοπρεπώς και εντίμως αλλά BMW δεν αξιώθηκε να πάρει. Αναγκαστικά την έβγαζα με το παλιό μας Ford Cortina. Ντράπηκα να το πω στην ομήγυρη! Και από κείνο το πρώτο βράδυ, πρωινός καφές στην Ντάπια συντροφιά με τον «Ελεύθερο Τύπο» και τον Δημήτρη Ρίζο, φαγητό το απόγευμα με όσους άντεχα από αυτή την αλλόκοτη παρέα και έξοδος το βράδυ για ένα ποτό στα γρήγορα, με κλεφτές ματιές στο ρολόι για να σημειώσω μια μέρα ακόμη μείον για την πολυπόθητη επιστροφή.
Υ.Γ. Τον συγκάτοικό μου τον είδα μόνο κατά την επιστροφή στο δελφίνι. Από το πρώτο βράδυ βρήκε μια αντίστοιχη φαντασμένη, τα έφτιαξαν και στο δωμάτιο δεν τον ξαναείδα. Κατά μια δραματική σύμπτωση ο πατέρας του δούλευε στην «Ελευθεροτυπία», φίλε Πέτρο. Με την οποία αυτόν τον μήνα έχετε πολλά κοινά που δεν χρειάζεται να σου θυμίσω. Αλλά επειδή εδώ όλα πληρώνονται μην με παρεξηγήσεις που κατά βάθος … δικαιώνομαι με τις τελευταίες περιπέτειές σου.
Για όσα τράβηξα εγώ και πολλοί ευαίσθητοι άνθρωποι σαν και του λόγου μου, σου ευχόμαστε μέσα από την καρδιά μας: «Καλό ΒΡΑΔΥ». Και «καλή τύχη». Επίσης. Θα τη χρειαστείς…
Ο «φίλος σου» Αρης Νόμπελης
Σε αποκαλώ «φίλο» γιατί αισθάνομαι πως σε γνωρίζω τόσο πολύ καλά. Μπορεί να σε είδα κάποτε μονάχα από απόσταση (ποιος τολμούσε να σου μιλήσει τότε…) αλλά μέσα μου διατηρώ πάντοτε την αληθοφανή αντίληψη πως μαζί περάσαμε σχεδόν μια ζωή. Γιατί εσύ, ως φυσική παρουσία, δεν ήσουν μπροστά, όμως τα καινά ήθη που προσκόμιζες (και «κενά» να το γράψω δεν θα είναι λάθος εννοιολογικά) μου δημιουργούσαν προσκόμματα στην ούτως ή άλλως δύσκολη ζωή μου.
Γιατί εσύ νιώθεις υπερήφανος πως έφερες το lifestyle στην Ψωροκώσταινα και ίσως να έχεις εν μέρει δίκιο, αλλά αυτός ο αποκρουστικός τρόπος ζωής που πρότεινες σε συνδυασμό με την… πατροπαράδοτη ελληνική αναξιοκρατία δημιούργησε απλώς αρκετούς σνομπ αντιπαθητικούς, ισχυροποίησε ορισμένους ανεγκέφαλους, κατέδειξε το χρήματα ως υπέρτατη αλλά
και μοναδική αξία, καθιέρωσε την κενότητα και το δήθεν ως ύψιστο αγαθό και ανάγκασε κάποιους πραγματικά ικανούς να αποσυρθούν μακριά από τα φώτα της ενοχλητικής δημοσιότητας. Χάρη σε σένα, Πέτρο, το παραδοσιακό κουτσομπολιό δεν καταργήθηκε-απλώς μεταλλάχθηκε: Τώρα όλοι ασχολούνται με τα προσωπικά και τα καπρίτσια των επωνύμων, αφήνοντας στην μπάντα τους γείτονες, τους συγγενείς και τους φίλους.
Δεν έχω ζήσει στο εξωτερικό για να ξέρω. Αλλά είμαι σε θέση να φανταστώ τι συμβαίνει εκεί. Πράγματι κουτσομπολίστικα κανάλια, εφημερίδες και περιοδικά αφιερώνουν το σύνολο της ύλης τους καταγράφοντας με την ευαισθησία σεισμογράφου την παραμικρή λεπτομέρεια της προσωπικής ζωής των διασημοτήτων. Αυτό δεν με πειράζει. Είναι η ευχή και η κατάρα τού να σε γνωρίζει ο κόσμος στον δρόμο-την αρνητική δημοσιότητα πληρώνουν σήμερα οι πολιτικοί. Μία πρώην βουλευτής αποκάλυψε πρόσφατα πως φοβόταν στο φανάρι ποιο αυτοκίνητο θα σταματούσε δίπλα της, αν θα την αναγνώριζαν και πώς θα τη «στόλιζαν»!!!
Απ’ όσα γνωρίζω από όλα τα συγγενικά μου πρόσωπα που τυγχάνει να ζουν δεκαετίες στην αλλοδαπή, στις προηγμένες δυτικές χώρες, στη Γαλλία, στην Αγγλία, στον Καναδά, στις ΗΠΑ, στη Ν. Αφρική, celebrities από τον χώρο των επιχειρήσεων, του τραγουδιού, της ηθοποιίας, του αθλητισμού, του εικαστικών τεχνών, της σκηνοθεσίας, του σεναρίου, της πολιτικής, της δημοσιογραφίας, των επιστημών απολαμβάνουν, ζώντας πλουσιοπάροχα και αναγνωρισμένοι, την αξιοποίηση του ξεχωριστού τους ταλέντου και των μοναδικών δεξιοτήτων τους. Ούτε αυτό είναι μεμπτό. Προβληματική είναι η εφαρμογή του μοντέλου αυτού, αγαπητέ Πέτρο, στην άχαρη ελληνική πραγματικότητα. Γιατί στη χώρα μας τις απολαύσεις της όποιας «επωνυμίας» τις χαίρονται ατάλαντοι ηθοποιοί, αυτοαποκαλούμενοι ποιητές, ασήμαντοι σκηνοθέτες, φάλτσοι τραγουδιστές, άμουσοι συνθέτες, άχρηστοι στιχουργοί (νέο σουξέ: «Σφύριξα κι έληξες, κι έληξες, κι έληξες…» και κάπου εκεί… έληξα κι εγώ!!!), αγράμματοι δημοσιογράφοι, ανίκανοι και διεφθαρμένοι πολιτικοί, άσχετοι επιστήμονες, αποτυχημένοι ζωγράφοι και, ασφαλώς, πρώτοι απ’ όλους τα παιδιά των μπαμπάδων τους εφοπλιστών, βιομηχάνων, μεγαλοεκδοτών αλλά και λαθρεμπόρων, μεγαλοαπατεώνων κ.ο.κ.
Λόγω του φίλου μου του Πέτρου γνωρίζουμε-ακόμα και με έκτακτες εκδόσεις-με ακρίβεια πότε χώρισε ο τάδε κ. Τίποτα και η δείνα κυρία Ασχέτου, πότε τα ξαναφτιάξανε και πώς, τέλος πάντων, συνέβησαν όλοι οι πιθανοί συνδυασμοί, σαν το τραγούδι του Λουκιανού Κηλαηδόνη: «Πού βαδίζουμε, κύριοι;» (τα ’φτιαξε ο Μηνάς με την Αννέττα που τα ’χε με τον Δήμο τον τρελό…). Ετσι καταντήσαμε ακόμα και να παραμελούμε τις δικές μας ζωές (που με αυτόν τον τρόπο τις θεωρούμε ταπεινές και ανάξιες αναφοράς), προκειμένου να ασχολούμαστε συνέχεια με τα απόλυτα μηδενικά. Γιατί ίσως ένας αυτοδημιούργητος επιχειρηματίας, ένας καταξιωμένος επιστήμων-ερευνητής ή κάποιος νομπελίστας ποιητής να αξίζει την προσοχή μας, ακόμη κι αν κοιτάμε από την κλειδαρότρυπα-ανθρώπινο ελάττωμα είναι κι αυτό. Αλλά βλέπετε, εσείς, τέτοια πρόσωπα στις λεζάντες των τεράστιων φωτογραφιών από τα λαμπερά πάρτι στις κοσμικές στήλες (δηλαδή όλες των περιοδικών του κ. Πέτρου); Ή μήπως έχετε συνηθίσει να διαβάζετε: «Δεξιά με το μοχίτο στο χέρι παρατηρούμε τρισευτυχισμένο για την καινούργια του Πόρσε τον γιο τού…».
Θα μπορούσα να ανεχτώ κι όλα τα παραπάνω, φίλε Πέτρο, αν δεν επηρέαζες τόσο έντονα την προσωπική μου ζωή κι εκείνη αδελφικών φίλων. Θυμάμαι, τέλη της δεκαετίας του ’80, που έκανες «κλικ» σ’ έναν κολλητό μου φίλο, τον Σπύρο από την Κηφισιά. Προερχόμενος από μεσοαστική οικογένεια αριστερών όμως καταβολών ο Σπύρος ήταν ΠΑΣΟΚ (το παλιό, του Ανδρέα…). Ελα, όμως που το lifestyle δεν επέτρεπε τέτοιου είδους επιλογές σε… Κηφισιώτες. Ετσι, βγαίνοντας μια μέρα βόλτα με τον αγαπημένο μου φίλο στο εμπορικό κέντρο της Κηφισιάς μού είπε με συνωμοτικό τρόπο στ’ αυτί: «Μην σου ξεφύγει τίποτε, εδώ οι υπόλοιποι της παρέας μου νομίζουν πως είμαι ΕΠΕΝ!!!».
Και μην φανταστείτε πως ο Σπύρος ήτανε κανένα χάπατο, ένας μικρόνους χωρίς προσωπικότητα. Και άφθονο μυαλό διέθετε, και μορφωμένο παιδί ήταν και με καλούς τρόπους. Ας όψεται όμως η… άτιμη ομοιόμορφη κοινωνία του φίλου μου του Πέτρου που άλλους τους ανέβαζε (όσους προσαρμόζονταν) και άλλους τους κατέβαζε (όσους παρέμεναν ρομαντικοί).Κι αν ο Σπύρος για να διαθέτει την έξωθεν καλή μαρτυρία έπρεπε να δηλώνει ακροδεξιός στα κηφισιώτικα στέκια, τι να σας περιγράψω για τον εαυτό μου…
Οταν βρέθηκα στις… in Σπέτσες το 1989 έγινα μάρτυρας σε εξαιρετικά ενδιαφέροντα γεγονότα. Ο τότε αγαπημένος μου φίλος Γιάννης Μ. φρόντισε να με μυήσει στον κόσμο των… διασημοτήτων. Κατ’ αρχάς τα ρούχα μου. Στραβομουτσούνιασε ο «φίλος μου» όταν διαπίστωσε ότι φορούσα τζιν μάρκας «Condor». «Τι είναι αυτό με επέπληξε;» Ποια άγνωστη μάρκα είναι τούτη. Από δω και μπρος μόνο 501. Μάλιστα, Γιάννη μου, και 501, και Stan Smith, και Ralf Lauren, και Timperland και κολόνια Calvin Klein και ό,τι θες. Αλλωστε, αν δεν τα φορούσες αυτά πώς θα ξεχώριζες. Βέβαια από τότε δεν μου λύθηκε η απορία: Αφού φοράγαμε όλοι τα ίδια πάλι δεν θα ξεχωρίζαμε, λάθος;
Αλλά εμένα η μοίρα μου μού επιφύλασσε και ακόμα χειρότερα: Να παρακολουθώ ατελείωτες συζητήσεις για κάτι καφέ παπούτσια Timperland και να παρατηρώ έναν δυστυχισμένο ωραιοπαθή να προσπαθεί με τις ώρες να κολλήσει τη σόλα για να μην… χάσκουν τα δάχτυλα. Να βρίσκομαι σε δεμένες παρέες που όλοι επαναλάμβαναν σαν παπαγάλοι αξιομνημόνευτες φράσεις όπως: «Καλή φάση». Να πηγαίνω σε μπαρ κρατώντας με βαριεστημένο ύφος ένα ποτό στο χέρι, χωρίς να ανταλλάσσω κουβέντα με κανέναν και να παρακολουθώ ξιπασμένες κοπέλες να ιδρώνουν πάνω στις μπάρες κοιτώντας με αγωνία γύρω τους αν τις προσέχουν όλοι και αν φαίνεται η κυτταρίτιδα.
Σε εκείνες τις αξέχαστες διακοπές των δυο μαρτυρικών εβδομάδων, πρόλαβα δυο μπάνια να κάνω, αφού με τον Γιάννη μαζί ξεκινήσαμε αλλά τελικά έμενα με έναν άγνωστο στο δωμάτιο αφού ο «φίλος μου» είχε κανονίσει ταυτόχρονα να συγκατοικεί και με τους γονείς του (χωρίς να με ενημερώσει… συνηθισμένα πράγματα για την εποχή του lifestyle). Αλλωστε τι να την κάνεις τη φιλία και τέτοιες… ξεπερασμένες αξίες αφού φορούσες αθλητικά παπούτσια για το τένις Stan Smith; Και τι σημασία είχε που κανένας δεν έπαιζε τένις τότε;
Θα άφηνα, φίλε Πέτρο, ανολοκλήρωτη αυτή την υπέροχη ιστορία αν δεν σου περιέγραφα και τις σχέσεις μου με τα κορίτσια του σιναφιού: με μια λέξη ονειρεμένες!!! Οταν στην πρώτη έξοδο αποπειράθηκα να συζητήσω με κάποιες απ’ αυτές, αποσύρθηκα ακούγοντας την πρώτη δυσοίωνη (για το υπόλοιπο της βραδιάς) ερώτηση: Τι BMW είπαμε ότι έχει ο πατέρας σου; (!) Ο πατέρας μου… Δούλευε μια ζωή αξιοπρεπώς και εντίμως αλλά BMW δεν αξιώθηκε να πάρει. Αναγκαστικά την έβγαζα με το παλιό μας Ford Cortina. Ντράπηκα να το πω στην ομήγυρη! Και από κείνο το πρώτο βράδυ, πρωινός καφές στην Ντάπια συντροφιά με τον «Ελεύθερο Τύπο» και τον Δημήτρη Ρίζο, φαγητό το απόγευμα με όσους άντεχα από αυτή την αλλόκοτη παρέα και έξοδος το βράδυ για ένα ποτό στα γρήγορα, με κλεφτές ματιές στο ρολόι για να σημειώσω μια μέρα ακόμη μείον για την πολυπόθητη επιστροφή.
Υ.Γ. Τον συγκάτοικό μου τον είδα μόνο κατά την επιστροφή στο δελφίνι. Από το πρώτο βράδυ βρήκε μια αντίστοιχη φαντασμένη, τα έφτιαξαν και στο δωμάτιο δεν τον ξαναείδα. Κατά μια δραματική σύμπτωση ο πατέρας του δούλευε στην «Ελευθεροτυπία», φίλε Πέτρο. Με την οποία αυτόν τον μήνα έχετε πολλά κοινά που δεν χρειάζεται να σου θυμίσω. Αλλά επειδή εδώ όλα πληρώνονται μην με παρεξηγήσεις που κατά βάθος … δικαιώνομαι με τις τελευταίες περιπέτειές σου.
Για όσα τράβηξα εγώ και πολλοί ευαίσθητοι άνθρωποι σαν και του λόγου μου, σου ευχόμαστε μέσα από την καρδιά μας: «Καλό ΒΡΑΔΥ». Και «καλή τύχη». Επίσης. Θα τη χρειαστείς…
Ο «φίλος σου» Αρης Νόμπελης
Και τωρα, που πτωχευσε ο ΄΄φιλος ΄΄ σου ο Πετρος, εσυ επαψες να εισαι΄΄ αγώμενος και φερόμενος ΄΄, οπως περιγραφεις ,και αποκτησες πλεον ΕΙΔΙΚΟ ΒΑΡΟΣ;
ΑπάντησηΔιαγραφήΠρος τον ανώνυμο με το "ειδικό βάρος": Εσείς πρέπει να έχετε τεράστιο πρόβλημα με το βάρος μου για να ξενυχτάτε στα blog της Λήμνου. Εγώ δεν νιώθω καμιά αναστολή να παραδεχθώ πως στην ευαίσθητη ηλικία των 18-19 ετών αγόμουνα και φερόμουνα γιατί πίστευα πως απλώς ακολουθούσα τη μόδα, δίχως να έχω πολλές εμπειρίες από τη ζωή.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑφού σας απασχολεί τόσο, ναι, τώρα έχω αποκτήσει το ειδικό βάρος και γι' αυτό γράφω επώνυμα τις απόψεις μου. Συνήθως ανώνυμα γράφουν οι φελλοί...
Αρης Νόμπελης
Συνήθως αυτοί που γράφουν ανώνυμα δέν είναι φελλοί,αλλά μπορεί να είναι καί κάποιοι αγανακτησμένοι με τίς μαλακίες που γράφουν μερικοί επώνυμοι.........
ΑπάντησηΔιαγραφή