Οδυσσέας Ελύτης


Ο «γλωσσικός» μας ποιητής

Αν το να μιλάς για ποίηση, χωρίς να μιλάς για τη γλώσσα, είναι παράλειψη’ αν το να μιλάς για την ελληνική ποίηση, χωρίς να μιλάς για τη γλώσσα, είναι λάθος τότε ,το να μιλάς για την ποίηση του Ελύτη, χωρίς να μιλάς για τη σχέση του Ελύτη με τη γλώσσα, είναι παρανόηση. Ο ποιητής ξεχώριζε για το πάθος του για τη γλώσσα γενικά και την ελληνική γλώσσα ειδικότερα, όπως ξεχώρισε και για μια ιδιαίτερη στάση του απέναντι στη γλώσσα της ποίησης, μια στάση που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως μεταγλωσσική. Έβλεπε τη γλώσσα ως «σημαίνον» της ποίησης αλλά συγχρόνως και ως «σημαινόμενο», καθ΄υπέρβασιν της λειτουργίας της ως απλού εκφραστικού οργάνου.

Χρησιμοποιεί τη γλώσσα, για να εκφραστεί γλωσσικά, δηλαδή ως ποιητική μεταγλώσσα ,αλλά τη χρησιμοποιεί ,όσο κανείς άλλος ,και ως αντικείμενο της ποίησης του, δημιουργώντας ένα είδος «μεταγλωσσικής ποίησης». Μ΄ αυτή την έννοια ο Ελύτης είναι ο κατεξοχήν «μεταγλωσσικός ποιητής» στην ποίηση μας, χωρίς να είναι και ο μόνος.

Το καίριο σημείο για να καταλάβουμε την ποίηση του Ελύτη είναι ότι αποτελεί μια υπέρβαση της καθημερινής πραγματικότητας «Αυτό είναι στο βάθος η ποίηση», λέει ο ίδιος(Λόγος στην Ακαδημία της Στοκχόλμης σελ.319), «η τέχνη να οδηγείσαι και να φτάνεις προς αυτό που σε υπερβαίνει». Η ποίηση του είναι μια συνεχής και αγωνιώδης προσπάθεια να δει και να δείξει τη δεύτερη πραγματικότητα, την ουσία των όντων, την αλήθεια πέρα από τις στρεβλώσεις που επιβάλλει κάθε χρησιμοθηρική αντίληψη να δει και να δείξει μια άλλην Ελλάδα, την Ελλάδα τη δεύτερη του επάνω κόσμου, όπως λέει «Εντός του κόσμου τούτου εμπεριέχεται και με τα στοιχεία του κόσμου ανασυντίθεται ο άλλος κόσμος ο «πέραν», η δεύτερη πραγματικότητα η υπερτοποθετημένη επάνω σ΄ αυτήν όπου παρά φύσιν ζούμε. Είναι μια πραγματικότητα που τη δικαιούμαστε και που από δική μας ανικανότητα δεν αξιωνόμαστε».(λόγος… σ. 321) «Κατοίκησα μια χώρα που ‘βγαίνε από την άλλη την πραγματική. Όπως το όνειρο από τα γεγονότα της ζωής μου. Την είπα κι αυτήν Ελλάδα και τη χάραξα πάνω στο χαρτί να τηνε βλέπω[…] Κι έπιασα σιγά σιγά να δένω λόγια σαν διαμαντικά να την καλύψω τη χώρα που αγαπούσα[…]» (Ο Μικρός Ναυτίλος, σελ. 18).

Προϋπόθεση για την υπέρβαση και τη σύλληψη της δεύτερης πραγματικότητας, της ποιητικής πραγματικότητας είναι η ικανότητα να μπορείς να βλέπεις μέσα από τα πράγματα και μέσα από τον ίδιο σου τον εαυτό ,η ικανότητα της διαφάνειας όπως την αποκαλεί και όπως την εννοεί ο Ελύτης. «Χωρίς αμφιβολία υπάρχει για τον καθέναν από μας κι από μια ξεχωριστή, αναντικατάστατη αίσθηση που αν δεν την βρει να την απομονώσει εγκαίρως και να συζήσει αργότερα μαζί της, έτσι που ναν τη γεμίσει πράξεις ορατές, πάει χαμένος. Ότι μπόρεσα ν΄ αποχτήσω μια ζωή από πράξεις ορατές για όλους, επομένως να κερδίσω την ίδια μου διαφάνεια, το χρωστώ σ΄ ένα είδος ειδικού θάρρους που μου δωκεν η Ποίηση να γίνομαι άνεμος για τον χαρταετό και χαρταετός για τον άνεμο, ακόμα και όταν ουρανός δεν υπάρχει. Δεν παίζω με τα λόγια. Μιλώ για την κίνηση που ανακαλύπτει κανείς να σημειώνεται μέσα στη «στιγμή» όταν καταφέρει να την ανοίξει και να της δώσει διάρκεια».

Για να μας οδηγήσει ο Ελύτης στον κόσμο της δικής του πραγματικότητας ΄δεν έχει άλλον τρόπο από την γλώσσα από το να μας πάρει από το χέρι με τις λέξεις του και να μας μυήσει στην κατ΄εξοχήν δημιουργική, ποιητική, διαδικασία του να μπορείς να δεις τον κόσμο από την αθέατη πλευρά του.
Ένα πλήθος αναφορών, που παίζουν σημαντικό ρόλο στην ποίηση του Ελύτη, γίνονται σε γλωσσικές έννοιες, όπως η λέξη, η φράση, το αλφάβητο, ο ήχος(δηλ. ο φθόγγος), τα φωνήεντα, η προφορά, τα γράμματα ,τα λόγια ,η γραφή και , πάνω από όλα, η ελληνική γλώσσα, Η αντίληψη του Ελύτη, όπως του Σεφέρη και των άλλων δημιουργών και έξοχων χειριστών της δημοτικής, για τον ενιαίο χαρακτήρα της ελληνικής γλώσσας ως εκφραστικής συνέχειας των Ελλήνων, και ειδικότερα η πίστη του Ελύτη στην υφή της γλώσσας ως ήθους και ως αξίας πέρα από τη χρήση της ως οργάνου επικοινωνίας φαίνονται καθαρά σε ένα από τα καλύτερα κείμενα του ποιητή, στον Λόγο της Ακαδημίας της Στοκχόλμης. Γράφει ο Ελύτης. «Μου εδόθηκε, αγαπητοί φίλοι, να γράφω σε μια γλώσσα που μιλιέται μόνον από μερικά εκατομμύρια ανθρώπων. Παρ΄όλ΄ αυτά, μια γλώσσα που μιλιέται επί δυόμιση χιλιάδες χρόνια χωρίς διακοπή και μ΄ ελάχιστες διαφορές […] Και το αναφέρω όχι διόλου για να υπερηφανευθώ αλλά για να δείξω τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει ένας ποιητής, όταν χρησιμοποιεί για τα πιο αγαπημένα πράγματα τις ίδιες λέξεις που χρησιμοποιούσαν μια Σαπφώ ή ένας Πίνδαρος.[…] Εάν η γλώσσα αποτελούσε απλώς ένα μέσον επικοινωνίας, πρόβλημα δεν θα υπήρχε. Συμβαίνει όμως αποτελεί και εργαλείο μαγείας και φορέα ηθικών αξιών. Προσκτάται η γλώσσα στο μάκρος των αιώνων ένα ορισμένο ήθος. Και το ήθος αυτό γεννά υποχρεώσεις. Χωρίς να λησμονεί κανείς ότι στο μάκρος των εικοσιπέντε αιώνων δεν υπήρξε ούτε ένας , επαναλαμβάνω ούτε ένας, που να μην γράφτηκε ποίηση στην ελληνική γλώσσα. Να τι είναι το μεγάλο βάρος παράδοσης που το όργανο αυτό σηκώνει».

Κι αν αυτά τα λέει το 1979 είκοσι χρόνια νωρίτερα , το 1959 δημοσιεύοντας το Άξιον Εστί, διαγράφει ποιητικά τη διαχρονικότητα της ελληνικής γλώσσας από τον Όμηρο έως το Βυζάντιο κι από κει έως τον Σολωμό (για τον οποίον ο Ελύτης πίστευε ότι μπόρεσε «να εξευγενίσει την έκφραση και να δραστηριοποιήσει όλες τις δυνατότητες του γλωσσικού οργάνωση προς την κατεύθυνση του θαύματος»).

Ο κ Γεώργιος Μπαμπινιώτης είναι Ομότιμος και Επίτιμος Καθηγητής Γλωσσολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και πρώην Πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Ευχαριστούμε το περιοδικό Φιλελεύθερη Έμφαση

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.